- λοχίζω
- λοχίζω (Α) [λόχος]1. ενεδρεύω, παραφυλάω2. τοποθετώ κάποιον ως φύλακα σε ενέδρα («δείσας μὴ κυκλωθῇ λοχίζει ἐς ὁδόν τινα κοίλην και λοχμώδη ὁπλίτας», Θουκ.)3. περιβάλλω με ενέδρες, περικυκλώνω κάποιο μέρος με άνδρες που ενεδρεύουν («λελοχισμένον χωρίον», Δίον. Αλ.)4. συγκροτώ λόχους και τούς παρατάσσω για μάχη («ὁ Σύλλας οὔτε τάξιν ἀποδοὺς οὔτε λοχίσας τὸ οἰκεῑον στράτευμα... ἐτρέψατο τοὺς πολεμίους», Πλούτ.)5. (κατά τον Ησύχ.) «λοχίζει... επιβουλεύεται»6. παθ. λοχίζομαια) πέφτω θύμα ενέδρας, παγιδεύομαιβ) διαμερίζομαι σε λόχους, συγκροτούμαι κατά λόχους.
Dictionary of Greek. 2013.